κωλοσούρτης

κωλοσούρτης
ο шутл, тихоход, колымага, похоронные дроги (о медленном транспорте)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κωλοσούρτης" в других словарях:

  • κωλοσούρτης — ο [κωλοσέρνω] 1. δυσκίνητος 2. (για όχημα) αργό, βραδυκίνητο …   Dictionary of Greek

  • Moreas Motorway — A7 motorway Moréas Motorway Αυτοκινητόδρομος Μωρέας …   Wikipedia

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»